-
1 бороться
бороться 1) παλεύω, μάχομαι, αγωνίζομαι \бороться за мир αγωνίζομαι για την ειρήνη \бороться за первое место αγωνίζο μαι για το πρωτείο (или για την πρώτη θέση) 2) спорт. παλεύω* * *1) παλεύω, μάχομαι, αγωνίζομαιборо́ться за мир — αγωνίζομαι για τηνειρήνη
боро́ться за пе́рвое ме́сто — αγωνίζομαι για το πρωτείο ( или για την πρώτη θέση)
2) спорт. παλεύω